- ζώνιον
- ζώνιον, τὸ (Α)υποκορ. τού ζώνη («εὗρον ἐν σκότῳ τὸ ζώνιον», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωνίοις — ζώνιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωνίου — ζώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωνίων — ζώνιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωνίῳ — ζώνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνια — ζώνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОЯС — I. • Strophĭon, см. Vestis, Одежда, 2. II. • Ζώνιον, см. Vestis, Одежда, 2 … Реальный словарь классических древностей
ПОЯС — I. • Strophĭon, см. Vestis, Одежда, 2. II. • Ζώνιον, см. Vestis, Одежда, 2 … Реальный словарь классических древностей
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
ζωνιοπλόκος — ζωνιοπλόκος, ον (Μ) αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek